εύφλεκτος

εύφλεκτος
ος, ο[ν] легковоспламеняющийся, горючий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εύφλεκτος" в других словарях:

  • εύφλεκτος — η, ο (Α εὔφλεκτος, ον) αυτός που αναφλέγεται, που ανάβει εύκολα («ὕλης εὐφλέκτου ἐμπλήσαντες», Aρρ.). επίρρ... εὐφλέκτως (Α) με ευκολία στην ανάφλεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. ά φλεκτος, πυρί φλεκτος] …   Dictionary of Greek

  • εύφλεκτος — η, ο αυτός που ανάβει, που παίρνει φωτιά εύκολα: Εύφλεκτα υλικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὔφλεκτον — εὔφλεκτος easily set on fire masc/fem acc sg εὔφλεκτος easily set on fire neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφλέκτου — εὔφλεκτος easily set on fire masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφλεκτα — εὔφλεκτος easily set on fire neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεύφλεκτος — η, ο αυτός που δεν καίγεται εύκολα, μη εύφλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εύφλεκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Α. Κωνσταντίνη] …   Dictionary of Greek

  • αρπακτικός — και χτικός, ή, ό (AM ἁρπακτικός, ή, όν) αυτός που έχει την τάση για αρπαγή, που παίρνει γρήγορα και ορμητικά κάτι ξένο αρχ. «ἁρπακτικὸς πυρός» αυτός που αρπάζει εύκολα φωτιά, ο εύφλεκτος …   Dictionary of Greek

  • αφλόγιστος — η, ο (Α ἀφλόγιστος, ον) νεοελλ. (για το δέρμα) αυτός που δεν έχει φλόγωση αρχ. ο μη εύφλεκτος …   Dictionary of Greek

  • εκκαυστικός — ἐκκαυστικός, ή, όν (Α) αυτός που αναδίδει φλόγα, ο εύφλεκτος …   Dictionary of Greek

  • ευέξαπτος — η, ο (ΑΜ εὐέξαπτος, ον) νεοελλ. αυτός που εξάπτεται εύκολα, ο ευερέθιστος, ο οξύθυμος μσν. αρχ. αυτός που παίρνει εύκολα φωτιά, ο εύφλεκτος («πᾱν τὸ ὑλικόν... εὐέξαπτον εἶναι», Μ. Αυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εξ απτος (< εξ άπτω), πρβλ. δυσ έξ… …   Dictionary of Greek

  • ευθυφλόγιστος — εὐθυφλόγιστος, ον (Μ) εύφλεκτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»